λούκα

λούκα
(Lucca). Πόλη (79.783 κάτ. το 2001) της κεντρικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.773 τ. χλμ., 364.113 κάτ. το 2001) της Τοσκάνης. Στην περιοχή της Λ. καλλιεργούνται βαμβάκι, σιτηρά, οπωροφόρα και ελιές. Στη Λ. υπάρχουν πολλά αξιόλογα μνημεία, με σημαντικότερο τον καθεδρικό ναό, που χτίστηκε τον 6o αι. και ανοικοδομήθηκε τον 11o αι. Αξιόλογοι είναι επίσης οι ναοί του Αρχάγγελου Μιχαήλ και του Αγίου Φρεντιανού, στους οποίους παρατηρείται ένας συνδυασμός των αρχιτεκτονικών στοιχείων που επικράτησαν στην Πίζα και εκείνων της Λ. Δείγμα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής αποτελούν και τα ανάκτορα των Γκουινίγκι, αρχόντων της πόλης τον 15o αι. Ενδιαφέρουσες συλλογές έργων τέχνης βρίσκονται στην πινακοθήκη και στο δημοτικό μουσείο της πόλης. Ιστορία. Η πόλη έχει πανάρχαια καταγωγή και πρωτοκατοικήθηκε από λαό λιγυρικής προέλευσης. Στη συνέχεια αποτέλεσε αποικία των Ετρούσκων, για να περιέλθει αργότερα στην κατοχή των Ρωμαίων. Ακολούθησε μια μακρόχρονη περίοδος παρακμής, έως ότου η πόλη ανεξαρτητοποιήθηκε στα τέλη του 12ου αι. Οι συνεχείς διαμάχες της με την Πίζα οδήγησαν στην υποδούλωσή της σε αυτήν (1314), ενώ ως αριστοκρατική δημοκρατία στα τέλη του 15ου αι., βρισκόταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τη Φλωρεντία. Μετά τη σύντομη κατοχή της πόλης από τον Ναπολέοντα, η Λ. έγινε δουκάτο της Μαρίας Λουίζας των Βουρβόνων και το 1847 ο γιος της τελευταίας Κάρολος Λουδοβίκος την παραχώρησε στην Τοσκάνη, τερματίζοντας έτσι την ανεξαρτησία της. Το 1860 η Λ. περιλήφθηκε στην ενωμένη Ιταλία.
* * *
(I)
λοῡκα, ἡ (Μ)
φλοιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ρωσ. lyko «φλοιός»].
————————
(II)
λοῡκα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ῥόφημα ἐξ ἀλφίτων».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Σινιορέλι, Λούκα — (Signorelli). Ιταλός ζωγράφος (Κορτόνα, περίπου το 1450 1523). Η διαμόρφωση του βασίστηκε στα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, με τον οποίο φαίνεται ότι εργάστηκε (Βαζάρι, Πατσόλι) γύρω στο 1470, και του Πολαϊόλο, του πιο συγγενικού μ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Ρόμπια, Λούκα — (Luca Della Robbia, Φλωρεντίνα 1400 – 1482). Ιταλός γλύπτης και πηλοπλάστης.Υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γλύπτες της Φλωρεντίας του 15ου αι. Εκπροσωπεί μια από τις κλασικίζουσες τάσεις της τοσκανικής γοτθικής τέχνης, αλλά διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • Τζορντάνο, Λούκα — (Giordano, Νάπολη 1632 – 1705). Ιταλός ζωγράφος, μία από τις αντιπροσωπευτικότερες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής τέχνης κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 17ου αι. Άρχισε νεότατος την καλλιτεχνική του δραστηριότητα μιμούμενος έργα παλαιών ζωγράφων… …   Dictionary of Greek

  • Φαvτσέλι, Λούκα — (Fancelli, Σετινιάνο 1430 – 1495). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Έδρασε κυρίως στη Μάντοβα, στην υπηρεσία των Γκοντζάγκα. Ανάμεσα στα άλλα του έργα σημαντικά είναι ο πύργος του Ρέβερε, το ανάκτορο του Σαν Σεμπαστιάνο, οι προσθήκες στις… …   Dictionary of Greek

  • Φεράρι, Λούκα — (Ferrari, Ρέτζιο της Εμίλια 1605 – Πάντοβα 1654). Ιταλός ζωγράφος. Σπούδασε στις σχολές των Ρένι και Τιαρίνι με τον οποίο συνεργάστηκε στη Μοντένα το 1627 (Το μαρτύριο του αγίου Πέτρου, Μοντένα, Πινακοθήκη Εστένσε). Κατά την παραμονή του στην… …   Dictionary of Greek

  • Καρατζιάλε, Ιόν Λούκα — (Ion Luca Caragiale, Χαϊμανάλε 1852 – Βερολίνο 1912). Ρουμάνος κωμωδιογράφος και διηγηματογράφος. Καταγόταν από οικογένεια ηθοποιών. Πέρασε δύσκολη ζωή και άσκησε διάφορα επαγγέλματα: διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και διευθυντής εφημερίδων,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρέντσιο, Λούκα — (Lucca Marenzio, Κοκάλιο, Μπρέσια 1553 – Ρώμη 1599), Ιταλός συνθέτης. Υπήρξε μαθητής του Τζοβάνι Κοντίνο, αρχιμουσικού του καθεδρικού ναού της Μπρέσια. Εργάστηκε στην υπηρεσία καρδιναλίων και πριγκίπων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας (κυρίως στη… …   Dictionary of Greek

  • Μπάνια Λούκα — Πόλη (195.994 κάτ.) της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βιρμπάς και διαθέτει εργοστάσια κατασκευής μηχανημάτων, κατεργασίας ξύλου, επεξεργασίας καπνού κ.ά. Κοντά στην πόλη υπάρχουν πηγές που αναβλύζουν νερό με θειάφι.… …   Dictionary of Greek

  • Πατσιόλι, Λούκα — (Pacioli, Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο 1445 – Ρώμη 1510 περίπου). Ιταλός μαθηματικός (γνωστός με την επωνυμία Λουκάς του Μπόργκο). Υπήρξε φραγκισκανός ιερωμένος και δίδαξε μαθηματικά σε πολλές πόλεις και στην Μπολόνια (γύρω στο 1500). Εκπόνησε μια μεγάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”